- ὑλακτεῖ
- ὑλακτέωbarkpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ὑλακτέωbarkpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑλάκτει — ὑ̱λάκτει , ὑλακτέω bark imperf ind act 3rd sg (attic epic) ὑλακτέω bark pres imperat act 2nd sg (attic epic) ὑλακτέω bark imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένδον — (AM ἔνδον) επίρρ. μέσα, εσωτερικά («κραδίη... ἔνδον ὑλάκτει») αρχ. 1. (ιδίως) μέσα στο σπίτι («ἔνδον κατακρύπτων ἑαυτόν», Πλούτ.) 2. μέσα στη Βουλή («βουλευτάς ὄντας καὶ καθημένους ἔνδον») 3. (με δοτ.) αντί τής πρόθ. ἐν («ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ»,… … Dictionary of Greek
λακέρυζα — λακέρυζα, ἡ (Α) 1. (για πτηνό) αυτή που κρώζει δυνατά («οὐκ οἶσθ ὅτι πέντ ἀνδρῶν γενεὰς ζώει λακέρυζα κορώνη;», Αριστοφ.) 2. (για σκύλα) αυτή που γαυγίζει, που υλακτεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός < λακερός] … Dictionary of Greek
τραχύς — ιά, ύ / τραχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α 1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ… … Dictionary of Greek